υπομονεύω

υπομονεύω
Ν [υπομονή]
(αμτβ.) κάνω υπομονή, δείχνω εγκαρτέρηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπομονεύω — υπομόνεψα, αμτβ., κάνω υπομονή, υπομένω, είμαι υπομονετικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρτερώ — και καρτεράω καρτέρησα και καρτέρεσα 1. υπομονεύω, κάνω υπομονή: Καρτέρα λίγο και όλα θα διορθωθούν. 2. περιμένω κάποιον: Ποιον καρτεράς εδώ; 3. αναμένω, κάνω καρτέρι: Αν πας, Μαλάμω μ , για νερό, κι εγώ στη βρύση καρτερώ (δημ. τραγ.). 4. «Κάλλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”